Τρίτη 15 Ιουλίου 2008

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ-ΕΙΚΟΝΙΚΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ-ΠΡΟΣΤΙΜΟ-ΠΡΟΣΦΥΓΗ

ΠΡΟΣ ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Π Ρ Ο Σ Φ Υ Γ Η

(Με αίτημα Διοικητικής Επίλυσης της διαφοράς)

Της στο ---- εδρεύουσας εταιρίας με την επωνυμία «---- ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», που εκπροσωπείται νόμιμα.

ΚΑΤΑ

1.- Του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Προϊστάμενο Π.Ε.Κ. ----
2.- Της με αριθμό ----- Απόφασης Επιβολής Προστίμου Φ.Π.Α. (τριπλάσιο ΦΠΑ περιόδου 01/98 -12/98) του Προϊσταμένου Π.Ε.Κ. ----.

____________________________

Προσφεύγω κατά της με αριθμό ---/00.00.0000 Απόφασης Επιβολής Προστίμου Φ.Π.Α. (τριπλάσιο ΦΠΑ περιόδου 01/98 – 12/98) του Προϊσταμένου Π.Ε.Κ. ---- και για άλλους λόγους, που θα προσθέσω νόμιμα και εμπρόθεσμα, αλλά και για τους παρακάτω νόμιμους, βάσιμους και αληθινούς:

1. ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

Το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε. στο εξής) της Περιφερειακής Διεύθυνσης -----, ερευνώντας τις πληροφορίες και τις διαπιστώσεις για κάποιον επιχειρηματία με στοιχεία Α. Β του Γ, με αντικείμενο εργασιών «πώληση αυτοκινήτων – μηχανημάτων – ανταλλακτικά και εξαρτήματα αυτών καινούργια και μεταχειρισμένα – σίδερα – λαμαρίνες – μέταλλα και χωματουργικές εργασίες», με Αριθμό Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ. στο εξής) -----, ήλεγξε τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησής μου και διαπίστωσε τα εξής:

I. Για τη διαχειριστική περίοδο 1998 ότι είχα καταχωρήσει δεκαεννέα (19) «εικονικά» τιμολόγια του ανωτέρω επιχειρηματία, καθαρής αξίας 165.822,45 € και με τον αναλογούντα φόρο προστιθέμενης αξίας (φ.π.α. στο εξής) εξ 29.848,04 €, δηλαδή συνολικής αξίας 195.670,49 €.

II. Για τη διαχειριστική περίοδο 1999 ότι είχα καταχωρήσει τριάντα τέσσερα (34) «εικονικά» τιμολόγια του ανωτέρω επιχειρηματία, καθαρής αξίας 160.939,10 € και με τον αναλογούντα φ.π.α. εξ 28.969,04 €, δηλαδή συνολικής αξίας 189.908,14 €.

III. Για τη διαχειριστική περίοδο 2000 ότι είχα καταχωρήσει δεκαεννέα (19) «εικονικά» τιμολόγια του ανωτέρω επιχειρηματία, καθαρής αξίας 83.087,31 € και με τον αναλογούντα φ.π.α. εξ 14.955,72 €, δηλαδή συνολικής αξίας 98.043,03 €.

Για τους λόγους αυτούς ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Θεσσαλονίκης, μου επέβαλε πρόστιμα και κατά των οποίων στράφηκα ενώπιον του Δικαστηρίου σας ασκώντας τις σχετικές προσφυγές, οι οποίες δεν έχουν εκδικασθεί ακόμη.

Εκτός όμως από τα πρόστιμα, τα οποία μου επεβλήθησαν και των οποίων οι προσφυγές εκκρεμούν ενώπιον των αρμοδίων Δικαστηρίων, το Π.Ε.Κ. Θεσσαλονίκης επέβαλε και νέα πρόστιμα που αφορούν την εξοντωντική μου τιμωρία με ποσό τριπλάσιο του φ.π.α. που περιείχετο στα φερόμενα ως «εικονικά» τιμολόγια, μη αναγνωρίζοντας τις εγγραφές των φερόμενων ως «εικονικών» ως προ το πρόσωπο τιμολογίων.

Κατά των ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΠΡΟΣΤΙΜΩΝ ΤΡΙΠΛΑΣΙΟΥ ΠΟΣΟΥ ΤΟΥ ΦΠΑ ΤΩΝ ΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΩΣ «ΕΙΚΟΝΙΚΩΝ» ΤΙΜΟΛΟΓΙΩΝ, στρέφομαι με την παρούσα με τον ισχυρισμό ότι ως καλής πίστεως αποδέκτης τιμολογίων εμπορευμάτων τα οποία αναγνωρισμένα από την διοίκηση, αγοράσθηκαν πραγματικώς και χρησιμοποιήθηκαν από την επιχείρησή μου.

Άλλωστε, η ανικανότητα της διοίκησης για έλεγχο των εικονικώς δρώντων επιχειρηματιών και η ανεπίτρεπτη μεταβίβαση της ευθύνης ελέγχου στους στηρίζοντες την εθνική οικονομία επιχειρηματίες, θα πρέπει στην παρούσα περίπτωση να ελεγχθεί ως καταχρηστική, αφού από κανένα στοιχείο δεν θα μπορούσε να προκύψει η εικονικότητα στο πρόσωπο του προμηθευτή μου Α. Β, αφού ακόμη και σήμερα, μετά την πάροδο τόσων ετών, η διοίκηση όχι μόνο δεν αποφάσισε το ποιο πρόσωπο υποκρύπτετο του Α. Β, αλλά και για τον πιθανολογούμενο Δ. Ε., υπάρχουν επίσης τα ίδια ερωτηματικά ως προς την δυνατότητά του.

Προς απόδειξη της καλής μου πίστης σχετικά με την παραλαβή των εμπορευμάτων από τον φερόμενο ως «εικονικό» προμηθευτή μου Α. Β, θα πρέπει να αναφερθώ στην έκθεση του Σ.Δ.Ο.Ε. από την οποία προήλθε η όλη μου εμπλοκή, αφού η έκθεση με βάση την οποία επανακαθορίζεται ο φόρος εισοδήματος, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αποδέχεται ως αληθή τα όσα αναφέρονται στην έκθεση του ΣΔΟΕ, τα οποία σφόδρα αμφισβητώ, αλλά και αμφισβήτησα με προηγούμενες προσφυγές μου.

2. ΑΝΑΦΟΡΑ / ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ Σ.Δ.Ο.Ε. ΚΑΙ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΕΜΠΛΟΚΗ

2.1. Το Σ.Δ.Ο.Ε., έχοντας πληροφορίες για τον Α. Β του Γ, με αντικείμενο εργασιών «πώληση αυτοκινήτων – μηχανημάτων – ανταλλακτικά και εξαρτήματα αυτών καινούργια και μεταχειρισμένα – σίδερα – λαμαρίνες – μέταλλα και χωματουργικές εργασίες», με Α.Φ.Μ. -----, έκανε τη σχετική έρευνα και διαπίστωσε τα ακόλουθα:

I. Αποδείχθηκε ότι η δηλωθείσα στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ------ διεύθυνση της επαγγελματικής του εγκατάστασης (----- 140, -----) ήταν ανύπαρκτη [σελίδα 16 της Έκθεσης].

II. Αποδείχθηκε ότι η δηλωθείσα στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ----- διεύθυνση της οικίας του (---- 13, -----) ήταν ανύπαρκτη [σελίδα 16 της Έκθεσης].

III. Αποδείχθηκε ότι για την έναρξη ασκήσεως επιτηδεύματος επικαλέσθηκε και προσκόμισε μισθωτήριο συμβόλαιο, με το οποίο είχε μισθώσει οικόπεδο 350 τ.μ. και εντός αυτού γραφείο 30 τ.μ. επί της οδού ----- 80 -------- και όχι επί της οδού ----- 140 της ------, από τον οποίο χώρο εξαφανίσθηκε μετά την πάροδο δύο μηνών [σελίδα 17 της Έκθεσης].

IV. Αποδείχθηκε ότι ο Α. Β διέθετε πλην του Α.Φ.Μ. που του χορήγησε η ------- (---------) και δύο άλλα Α.Φ.Μ., το ένα από την Δ.Ο.Υ. ----- (-----) και το άλλο από την Δ.Ο.Υ. ----- (-----) [σελίδες 21 και 22 της Έκθεσης].

V. Υπέβαλε στη Δ.Ο.Υ. ------ ψευδή υπεύθυνη δήλωση, ότι ποτέ άλλοτε δεν είχε κάνει έναρξη ασκήσεως επιτηδεύματος [σελίδα 22 της Έκθεσης].

VI. Παρά τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, τα οποία θα μπορούσε ευκόλως και ανέτως να διαπιστώσουν οι υπάλληλοι της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. -----, είτε με μία απλή μετάβαση κάποιου υπαλλήλου στην επαγγελματική του εγκατάσταση, είτε με έρευνα στα Α.Φ.Μ. (μέσω TAXIS) που έχει χορηγήσει το Υπουργείο Οικονομικών, οι υπάλληλοι της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. -------, χωρίς να ελέγξουν οτιδήποτε, του χορήγησαν Βεβαίωση Έναρξης Ασκήσεως Επιτηδεύματος στην οδό ------ (!) της -------- [σελίδα 13 της Έκθεσης], η οποία Έκθεση παραλείπει, άγνωστο για ποιον λόγο, να αναφέρει αν τελικά η αρμόδια Δ.Ο.Υ. δέχθηκε την δήλωση Έναρξης Ασκήσεως Επιτηδεύματος με διεύθυνση ------ 80, ---------, όπως ανέγραφε το μισθωτήριο συμβόλαιο ή ------- 140, όπως δήλωνε ο ίδιος ο Α. Β, και τούτο, διότι εάν συνέβη το δεύτερο, τότε έχουμε περίπτωση τουλάχιστον κλασικής ανικανότητας των υπαλλήλων της Δ.Ο.Υ. ---------.

VII. Παρά τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά τα οποία θα μπορούσε ευκόλως και ανέτως να διαπιστώσουν οι υπάλληλοι της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. -------, θεώρησαν νομότυπα Βιβλία και Στοιχεία, όπως περιγράφονται στην Έκθεση Ελέγχου [σελίδα 13 της Έκθεσης].

VIII. Παρά τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά τα οποία θα μπορούσε ευκόλως και ανέτως να διαπιστώσουν οι υπάλληλοι της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ------- έγιναν αποδέκτες νομότυπων φορολογικών δηλώσεων και δηλώσεων φ.π.α., όπως περιγράφονται στην Έκθεση Ελέγχου [σελίδα 14 της Έκθεσης].

IX. Το μόνο στοιχείο που δεν είχε υποβάλει ποτέ ο Α. Β ήταν οι συγκεντρωτικές καταστάσεις τιμολογίων προμηθευτών του από τις οποίες να προκύπτει ότι προέβαινε σε αγορές εμπορευμάτων [σελίδα 16 της Έκθεσης, η οποία, όμως, δεν μας αποκαλύπτει εάν είχε υποβάλει συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών του].

2.2. Το Σ.Δ.Ο.Ε., μετά από έρευνά του στην επιχείρησή μου, αναγνωρίζει ότι όλες οι συναλλαγές, οι οποίες αναφέρονται στα τιμολόγια που εξέδωσε ο Α. Β προς εμένα, έγιναν, ήταν πραγματικές και η «εικονικότητα των στοιχείων ανάγεται στα πρόσωπα των συμβαλλομένων». Στο συμπέρασμα αυτό, δηλαδή στο ότι οι συναλλαγές πραγματοποιήθηκαν, καταλήγει το Σ.Δ.Ο.Ε. μετά από ενδελεχή έλεγχο όλων των πωληθέντων προϊόντων του Α. Β, τα οποία βρέθηκαν στην επιχείρησή μου, καταδείχθηκαν στους υπαλλήλους του Σ.Δ.Ο.Ε., μετρήθηκαν από αυτούς και βεβαιώθηκε το πραγματικό της συναλλαγής.

2.3. Οι υπάλληλοι του Σ.Δ.Ο.Ε. δεν πείσθηκαν ότι συναλλάχθηκα με τον Α. Β, ή αλλιώς, πείσθηκαν ότι εγώ ήξερα ότι δεν συναλλάσσομαι με τον Α. Β για τα προϊόντα που του παράγγειλα από τα εξής στοιχεία, τα οποία βρίσκονται διάσπαρτα στην Έκθεσή τους, τα οποία με εμπλέκουν στις πιθανές απάτες του Α. Β, είτε εμμέσως είτε αμέσως και επί των οποίων έχω να διευκρινίσω τα εξής:

I. Εμμέσως, πλην σαφώς, ισχυρίζονται οι υπάλληλοι του Σ.Δ.Ο.Ε. ότι εγώ θα έπρεπε να γνωρίζω ότι ο Α. Β δεν ασκεί την εμπορία που μου είπε ότι ασκεί, γιατί δεν απασχολούσε προσωπικό, που δικαιολογούσε τον όγκο των εργασιών του [σελίδα 20 της Έκθεσης υπό 7στ]. Ανεξάρτητα του ότι αυτό δεν μπορεί να απασχολεί κανένα πελάτη του, ούτε καν σαν σκέψη, και ιδιαίτερα εμένα, που δεν γνώριζα ούτε την επαγγελματική του εγκατάσταση, θα μπορούσε κάποιος (ακόμη και ο ίδιος ο Α. Β), να ισχυριστεί ότι όποτε χρειαζόταν εργάτες για να φορτώσουν ή να εκφορτώσουν εμπορεύματα, χρησιμοποιούσε οικονομικούς μετανάστες για μία ή δύο ημέρες και με τον τρόπο αυτόν απέφευγε να πληρώνει μηνιαίους μισθούς και να ασφαλίζει μόνιμο προσωπικό στο Ι.Κ.Α. Άλλωστε, κάτι τέτοιο, είναι σύνηθες φαινόμενο στις επιχειρήσεις του είδους αυτού. Επομένως, δεν μπορεί να γνώριζα εγώ το ότι ο Α. Β διαθέτει ή δεν διαθέτει προσωπικό, αφού δεν γνώριζα την επαγγελματική του εγκατάσταση και οπωσδήποτε δεν με ενδιέφερε το προσωπικό του. Άλλωστε, ανταλλακτικά για τα μηχανήματά μου αγοράζω από όπου βρω οπουδήποτε στην Ελλάδα, έχω συναλλαγές με Αθηναίους επιχειρηματίες, που μου πωλούν ανταλλακτικά τηλεφωνικώς και μου αποστέλλουν τα εμπορεύματα είτε με δικά τους μέσα, είτε με μέσα άλλων, είτε με το ΚΤΕΛ, για τους οποίους όχι μόνο δεν γνωρίζω τον τόπο της επαγγελματικής τους εγκατάστασης (πλην της διευθύνσεως και των τηλεφώνων που αναγράφουν στα τιμολόγιά τους), αλλά ούτε καν τα ονόματά τους ή τα πρόσωπά τους. Παραγγέλω τηλεφωνικά αυτό που χρειάζομαι και το παραλαμβάνω με τον τρόπο που συμφωνούμε, όπως αυτός αναφέρεται ανωτέρω. Δεν μπορεί να είμαι εγώ υπεύθυνος εάν αυτοί διακινούν «εικονικά» (με την έννοια του υποκρυπτόμενου επιχειρηματία) τιμολόγια. Έτσι, την ευθύνη των αρμοδίων υπαλλήλων της Δ.Ο.Υ. ------, που ήλεγχαν τον Α. Β και γνώριζαν άριστα ότι δεν χρησιμοποιεί προσωπικό (δεν παρακρατούσε π.χ. φόρο μισθωτών υπηρεσιών, δεν παρουσίαζε στα έξοδά του μισθοδοσίες κλπ) την επιρρίπτει το Σ.Δ.Ο.Ε. σε μένα, που όχι μόνο αρμοδιότητα δεν είχα αλλά ούτε καν λόγο να ελέγξω εάν ο Α. Β έχει προσωπικό ή όχι. Το Σ.Δ.Ο.Ε. δηλαδή, με αναγορεύει σε ελεγκτικό μηχανισμό του Δημοσίου, ρόλο τον οποίον δεν έχω, αλλά ούτε και την δυνατότητα διαθέτω.

II. Εμμέσως, πλην σαφώς, ισχυρίζονται οι υπάλληλοι του Σ.Δ.Ο.Ε. ότι εγώ, θα έπρεπε να γνωρίζω ότι ο Α. Β δεν ασκεί την εμπορία που μου είπε ότι ασκεί, γιατί δήθεν η εξόφληση των τιμολογίων που διακίνησε ο Α. Β γίνεται με μετρητά, χωρίς να εκδίδονται επιταγές, «γεγονός που είναι σύνηθες και συναντάται κατά την έκδοση και λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων, είναι δε γεγονός ότι στις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ επιτηδευματιών, ακόμη και για μικρότερα ποσά εκδίδονται επιταγές ή συναλλαγματικές προκειμένου να γίνονται οι εξοφλήσεις των τιμολογίων» [σελίδες 19 και 20 της Έκθεσης υπό 7δ]. Αποκρύπτουν, όμως, οι υπάλληλοι του Σ.Δ.Ο.Ε., οι οποίοι παρέλαβαν από την επιχείρησή μου όλα τα αναφερόμενα στην Έκθεσή τους τιμολόγια των συναλλαγών μου με τον Α. Β, ότι ελάχιστα από τον αριθμό των εβδομήντα δύο (72) τιμολογίων ήταν εξοφλημένα «μετρητοίς», ενώ ο μεγάλος όγκος των τιμολογίων είχαν εκδοθεί «επί πιστώσει» και εξοφλήθηκαν με μερικότερες καταβολές είτε μετρητών είτε επιταγών για την εξόφληση των οποίων με μερικότερες δόσεις είτε μετρητών είτε επιταγών ενημερώθηκαν άριστα από το λογιστήριό μου, τους υπεδείχθησαν οι λογαριασμοί, οι αποδείξεις καταβολής δόσεων και κατέληξαν ότι πράγματι έτσι έχουν γίνει οι συναλλαγές. Δεν γνωρίζω για ποιον λόγο περιλαμβάνουν στην Έκθεσή τους τα αντίθετα, αλλά προς απόδειξη των ισχυρισμών μου θα προσκομίσω όλα τα τιμολόγια του Α. Β και τα αποδεικτικά στοιχεία του τρόπου εξόφλησής τους.

III. Εμμέσως, πλην σαφώς, ισχυρίζονται οι υπάλληλοι του Σ.Δ.Ο.Ε. ότι εγώ, θα έπρεπε να γνωρίζω ότι ο Α. Β δεν ασκεί την εμπορία που μου είπε ότι ασκεί, γιατί δήθεν δεν υπήρχαν φορτωτικές των ανταλλακτικών που παραλάμβανα και συνεπώς ο άνθρωπος αυτός, που διακινούσε εμπορεύματα αξίας εκατομμυρίων δραχμών ή Ευρώ, ο οποίος δεν διέθετε τα μέσα μεταφοράς, ήταν απατεώνας και έπρεπε εγώ να το αντιληφθώ [σελίδα 20 της Έκθεσης υπό 7 ε]. Αποφεύγει, όμως, το Σ.Δ.Ο.Ε. να αναφέρει ότι οι συμφωνίες μου με τον Α. Β γινόντουσαν όλες με την ρήτρα της παράδοσης των μηχανημάτων που είχα κατά καιρούς παραγγείλει εκφορτωμένων στον χώρο μου, χωρίς δική μου μεσολάβηση και τούτο γιατί δεν ήθελα να διαθέσω αλλά ούτε και είχα τα κατάλληλα μηχανήματα και το προσωπικό για εκφόρτωση των ανταλλακτικών. Συνεπώς, ουδόλως με ενδιέφερε ο τρόπος και το μέσο μετακίνησης των ανταλλακτικών, αλλά ούτε είχα και καμία υποχρέωση να ελέγξω εάν τα φορτηγά ή τα άλλα μέσα μεταφοράς και το προσωπικό ανήκουν ή όχι στον Α. Β. Άλλωστε εκατομμύρια δέματα εμπορευμάτων διακινούνται σε όλη την Ελλάδα από επαγγελματίες μεταφορείς (προσωπικές ή εταιρικές επιχειρήσεις), από ταξί, δίτροχα, ΙΧΕ αυτοκίνητα, υπεραστικά λεωφορεία ή ακόμη και από πεζούς, χωρίς ο παραλήπτης των εμπορευμάτων αυτών να έχει οποιαδήποτε υποχρέωση να ελέγξει το νόμιμο ή όχι της μεταφοράς, το ιδιοκτησιακό καθεστώς του μέσου μεταφοράς κλπ, αλλά του αρκεί κατά την παράδοση να παραλάβει τα σχετικά νομιμοποιητικά στοιχεία της αγοράς (π.χ. τιμολόγια, δελτία αποστολής κλπ).

IV. Εμμέσως, πλην σαφώς, ισχυρίζονται οι υπάλληλοι του Σ.Δ.Ο.Ε. ότι εγώ, θα έπρεπε να γνωρίζω ότι ο Α. Β δεν ασκεί την εμπορία που μου είπε ότι ασκεί, γιατί δήθεν ο Α. Β δεν είχε υποβάλει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ----- κατάσταση προμηθευτών του [σελίδα 21 υπό 7ζ της Έκθεσης]. Αλλά κάτι τέτοιο ούτε με αφορά και ούτε μπορώ να ελέγξω και οι μόνοι αρμόδιοι να το ελέγξουν είναι οι υπάλληλοι της αρμόδιας Δ.Ο.Υ.. Εάν αυτοί ολιγωρούν στους ελέγχους τους, εγώ είμαι αναρμόδιος να ελέγξω ακόμη και αυτή τους την ολιγωρία.

V. Αμέσως και σαφέστατα, ισχυρίζονται οι υπάλληλοι του Σ.Δ.Ο.Ε. ότι εγώ, θα έπρεπε να γνωρίζω ότι ο Α. Β δεν ασκεί την εμπορία που μου είπε ότι ασκεί, γιατί, δήθεν, δεν μπορούσε να μου προμηθεύσει τα ανταλλακτικά που αναγράφουν τα τιμολόγια [σελίδα 21 της Έκθεσης, πρώτη παράγραφος]. Αυτό έρχεται σε τελεία αντίθεση με το ότι ο Α. Β, όποτε του ζητήθηκε, μου προμήθευσε τα ανταλλακτικά που του ζήτησα και τούτο είναι αποδεδειγμένο, αφού και το Σ.Δ.Ο.Ε. διαπιστώνει ότι οι συναλλαγές ήταν πραγματικές, αλλά και στην δυνατότητα του Α. Β να προμηθεύει ανταλλακτικά. Συγκεκριμένως το Σ.Δ.Ο.Ε. αναφέρει [τέλος σελίδας 17 και αρχή της σελίδας 18 της Έκθεσης], ότι ο εκμισθωτής του Α. Β (Ι. Κ), προκειμένου να συμψηφίσει τα μισθώματα που ο Α. Β του όφειλε, του ζήτησε ανταλλακτικά μιας μηχανής φορτηγού αυτοκινήτου μάρκας «ΒΟΛΒΟ» και ο Α. Β του τα προμήθευσε εκδίδοντας μάλιστα και τα σχετικά τιμολόγια. Συνεπώς, είναι βέβαιο ότι ο Α. Β μπορούσε να προμηθεύει τα ανταλλακτικά σε όποιον του τα ζητούσε και κανείς δεν είχε λόγο να αμφιβάλλει ότι ασχολείται με αυτό το αντικείμενο, γεγονός, άλλωστε γνωστό και στον εκμισθωτή του Ι. Κ, ο οποίος του ζήτησε για συμψηφισμό μισθωμάτων (και ενόψει του ότι ο Α. Β προφανώς δεν του τα κατέβαλε σε μετρητά) ανταλλακτικά αυτοκινήτου και όχι κάποιο άλλο προϊόν ή υπηρεσία.

VI. Αμέσως και σαφέστατα, ισχυρίζονται οι υπάλληλοι του Σ.Δ.Ο.Ε. ότι εγώ, θα έπρεπε να γνωρίζω ότι ο Α. Β δεν ασκεί την εμπορία που μου είπε ότι ασκεί και μάλιστα προσπαθούν να συμπεριλάβουν στην Έκθεσή τους και στοιχεία από τα οποία καταδεικνύεται δήθεν η συμμετοχή μου σε μία αγορά μεν ανταλλακτικών, αλλά από υποκρυπτόμενο πρόσωπο. Έτσι, στη νεφελώδη ανάλυση που επιχειρεί η Έκθεση στις καταθέσεις αυτών που κάλεσε, διακρίνουμε τα εξής χαρακτηριστικά σφάλματα, που αποδεικνύουν όχι απλώς προχειρότητα των ελεγκτικών οργάνων, αλλά πρόθεση να με βλάψουν. Συγκεκριμένως:

· VI.1.- Ο Λ. Μ, τον οποίο υποδεικνύει η Έκθεση ως το υποκρυπτόμενο πρόσωπο στις συναλλαγές του Α. Β, κατέθεσε ενόρκως στο Σ.Δ.Ο.Ε. στις 09.07.2003, όπως αναφέρει η Έκθεση [σελίδα 24 της Έκθεσης].

· VI.2.- Ο φερόμενος από την Έκθεση ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλός μου κ. Α. Η, κατέθεσε ενόρκως στο Σ.Δ.Ο.Ε., αρχικώς στις 02.09.2003, δηλαδή σε μεταγενέστερο χρόνο από αυτόν της καταθέσεως του Λ. Μ και δικαιολόγησε πλήρως τόσο τις εμπορικές συναλλαγές με τον Α. Β, όσο και τις τμηματικές καταβολές προς αυτόν [σελίδα 24 της Έκθεσης], καταθέτοντας ότι έδινε κατά καιρούς χρήματα στον Α. Β για τις συναλλαγές που είχαν πραγματοποιηθεί (είτε βεβαίως σε μετρητά, είτε σε συναλλαγματικές ή επιταγές), ενώ αναφέρεται ότι τις μεταφορές τις έκαναν διάφοροι άγνωστοι μεταφορείς και μερικές φορές ο Λ. Μ.

· VI.3.- Ο ίδιος ως άνω φερόμενος από την Έκθεση ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλός μου κ. Α. Η, κατέθεσε συμπληρωματικώς και ενόρκως στο Σ.Δ.Ο.Ε. στις 12.11.2003, δηλαδή σε μεταγενέστερο χρόνο από αυτόν της καταθέσεως του Λ. Μ και απάντησε πλήρως σε όσες διευκρινιστικές ερωτήσεις του έκαναν οι υπάλληλοι του Σ.Δ.Ο.Ε. [σελίδα 25 της Έκθεσης], καταθέτοντας ότι χρήματα, επιταγές ή συναλλαγματικές παρέδωσε μερικές φορές και στον Λ. Μ, δηλαδή στον μεταφορέα (σε ορισμένες μόνον περιπτώσεις), των αντικειμένων που παράγγειλα.

· VI.4.- Το Σ.Δ.Ο.Ε. δεν πιστεύει την κατάθεση του Λ. Μ [σελίδα 26 της Έκθεσης] και ισχυρίζεται ότι αυτός αναγκάστηκε να δεχτεί ότι γνωρίζει τον Α. Β «υπό το βάρος των καταθέσεων διαφόρων επιτηδευματιών (περιπτώσεις Α. Κ, Α. Η)». Δεν γνωρίζω πότε κατέθεσε ο κ. Α.Κ, γιατί η Έκθεση τηρεί σιγή για τον χρόνο λήψεώς της. Γνωρίζω, όμως πότε κατέθεσε ο φερόμενος ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλός μου κ. Α. Η και ενόψει του ότι η κατάθεσή του είναι μεταγενέστερη αυτής του Λ. Μ, είναι αυταπόδεικτο ότι ο Λ. Μ δεν είπε όσα είπε «υπό το βάρος της κατάθεσης του Α. Η», αφού αυτή δεν είχε δοθεί όταν κλήθηκε να καταθέσει ο Λ. Μ. Το Σ.Δ.Ο.Ε. στην Έκθεσή του, είτε δεν αναφέρει όλα τα στοιχεία που έχει, είτε μετέρχεται αφελών και λανθασμένων εξ υπαρχής σοφισμάτων για να καταλήξει στο συμπέρασμα που αυτό θέλει.

· VI.5.- Τελείως αιφνιδίως και αυθαιρέτως, το Σ.Δ.Ο.Ε. στην Έκθεσή του, συνεχίζοντας τα σχετικά με την από 12.11.2003 δεύτερη κατάθεση του φερόμενου ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου μου και χωρίς να διακόψει την αναφορά της έστω με μία τελεία αναφέρει τα εξής καταπληκτικά: «Περαιτέρω στην από 12.11.2003 συμπληρωματική κατάθεσή του αναγνωρίζει ότι έδινε χρήματα στον Λ. Μ για τα εμπορεύματα που αγόραζε, ενώ σημειώνουμε ότι ο Λ. Μ είχε επιχείρηση πώλησης ανταλλακτικών – μηχανημάτων, κατά το έτος 1997, και υποκρύπτεται των πωλήσεων που διενεργούνται με τα φορολογικά στοιχεία που εκδίδονται στο όνομα του Α. Β». Ανεξαρτήτως της μη απόδοσης των όσων η κατάθεση του κ. Α. Η αναφέρει (αφού από πληθώρα στοιχείων, όπως αποδείξεις κλπ προκύπτει ότι ακόμη και όταν μερικές φορές παρέδωσα χρήματα στον Λ. Μ τούτο εγένετο ως καταβολή προς τον Α. Β, αφού ο Λ. Μ εμφανιζόταν ως «μεταφορέας» του οικονομικού ανταλλάγματος), η πρόταση αυτή εκφέρεται με τέτοιον τρόπο, ώστε προσπαθεί να καταδείξει ότι η προηγούμενη επιχειρηματική δραστηριότητα του Λ. Μ είναι σε γνώση του φερόμενου ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου μου κ. Α. Η και το συμπέρασμα (ότι δηλαδή υποκρύπτεται των πωλήσεων του Α. Β) όχι ένα αυθαίρετο συμπέρασμα των υπαλλήλων της Σ.Δ.Ο.Ε., που προσπαθούν να το συνδέσουν με την προ πενταετίας ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα του Λ. Μ, αλλά συμπέρασμα του φερόμενου ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου μου. Ανεξαρτήτως του εάν γνώριζα ή όχι ότι ο Λ. Μ ασκούσε παλαιότερα την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα σε καμία περίπτωση δεν θα ήταν δυνατόν να υποθέσω ότι ο Λ. Μ ή οποιοσδήποτε άλλος υποκρύπτετο του Α. Β. Δηλαδή, κατά το Σ.Δ.Ο.Ε., οποιοσδήποτε είχε ασχοληθεί στο παρελθόν με κάποιο αντικείμενο συνεχίζει την επιχειρηματική του δραστηριότητα, υποκρυπτόμενος υπό το όνομα άλλου, όπως ακριβώς μπορούν να πιστέψουν ότι ο ιδιοκτήτης παντοπωλείου που το έκλεισε γιατί δεν πήγαινε καλά λόγω της λειτουργείας στη γειτονιά υπερσύγχρονης υπεραγοράς τροφίμων, είναι τώρα ιδιοκτήτης της υπεραγοράς τροφίμων η οποία τον προσέλαβε ως υπάλληλο.

VII. Αμέσως και σαφέστατα, ισχυρίζονται οι υπάλληλοι του Σ.Δ.Ο.Ε. ότι εγώ, θα έπρεπε να γνωρίζω ότι ο Α. Β δεν ασκεί την εμπορία που μου είπε ότι ασκεί και μάλιστα προσπαθούν να συμπεριλάβουν στην Έκθεσή τους και στοιχεία από τα οποία καταδεικνύεται δήθεν η συμμετοχή μου σε μία αγορά μεν ανταλλακτικών, αλλά από υποκρυπτόμενο πρόσωπο και μάλιστα αναληθέστατα [σελίδα 27 υπό στ της Έκθεσης] αναφέρουν ότι όλα τα τιμολόγια που εκδόθηκαν από τον Α. Β προς εμέ αναφέρουν την ένδειξη «εξοφλήθη» ή «μετρητοίς», γεγονός που με καταδεικνύει κατά το Σ.Δ.Ο.Ε. όχι μόνο «ύποπτη» εικονικής συναλλαγής αλλά «ένοχη» εικονικής συναλλαγής. Αλλά, όπως προαναφέρθηκε, ελάχιστα τιμολόγια του Α. Β εξοφλήθηκαν «μετρητοίς» από εμένα, ενώ ο περισσότερος όγκος των τιμολογίων εξοφλήθηκαν με δόσεις. Η συγκεκριμένη αποστροφή της Έκθεσης, η οποία δεν ελέγχεται ως απλώς ανακριβής, αλλά ως «εκ προθέσεως αναληθής», προσπαθεί να αποδείξει την εικονικότητα του προσώπου της συναλλαγής με το εξαιρετικής σύλληψης «ευφυολόγημα» ότι δήθεν ο πραγματικός πωλητής των εμπορευμάτων ανέγραφε στα τιμολόγια την ένδειξη «εξοφλήθη», ώστε να μην έχει ο Α. Β αξιώσεις. Οι ελεγκτές υπάλληλοι, όμως, προσπαθώντας να με εμπλέξουν σε εικονικότητα του προσώπου της συναλλαγής, αλλά με γνήσια συναλλαγή, αποφεύγουν να σκεφθούν τα εξής:

· VII.1.- Με δεδομένο (κατά το Σ.Δ.Ο.Ε.) ότι οι συναλλαγές έχουν γίνει, εάν η καταβολή ήταν «μετρητοίς», τότε καλώς εγράφετο, η σχετική ρήτρα («μετρητοίς» ή «εξοφλήθη»), αφού εξοφλούσα αμέσως και συνεπώς ούτε ο Α. Β θα μπορούσε να «έχει αξιώσεις», ούτε το υποτιθέμενα υποκρυπτόμενο πρόσωπο.

· VII.2.- Με δεδομένο (κατά το Σ.Δ.Ο.Ε.) ότι οι συναλλαγές έχουν γίνει, εάν η καταβολή δεν ήταν «μετρητοίς», αλλά «επί πιστώσει», τότε εγώ θα όφειλα τα ποσά που αναγράφονται στα τιμολόγια είτε στον Α. Β, είτε σε οποιονδήποτε υποτιθέμενο υποκρυπτόμενο. Σ’ αυτή την περίπτωση η αναγραφή των ρητρών «εξοφλήθη» ή «μετρητοίς», ναι μεν θα εξασφάλιζε τον υποτιθέμενο υποκρυπτόμενο από το να μην «έχει αξιώσεις» ο Α. Β, αλλά οι συντάξαντες την Έκθεση αποφεύγουν να μας αποκαλύψουν με ποιον τρόπο ο υποτιθέμενος υποκρυπτόμενος θα εξασφάλιζε την πληρωμή των προϊόντων του, αφού εγώ κατείχα εξοφλημένο τιμολόγιο και συνεπώς θα μπορούσα να αρνηθώ οποιαδήποτε καταβολή. Όσο και εάν ερευνήθηκαν τα βιβλία και στοιχεία μου δεν απεδείχθη καμία παρανομία στις καταβολές μου προς τους προμηθευτές μου και έτσι το Σ.Δ.Ο.Ε. μένει εκτεθειμένο και σ’ αυτόν τον συλλογισμό του.

VIII. Αμέσως και σαφέστατα, ισχυρίζονται οι υπάλληλοι του Σ.Δ.Ο.Ε. ότι εγώ, θα έπρεπε να γνωρίζω ότι ο Α. Β δεν ασκεί την εμπορία που μου είπε ότι ασκεί και τούτο διότι ο Α. Β σε κανένα από τα τιμολόγιά του δεν αναγράφει το μεταφορικό μέσο με τα οποία μεταφέρει τα εμπορεύματά του και ότι ο φερόμενος ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλός μου κ. Α. Η δεν κατέθεσε με ποια φορτηγά αυτοκίνητα ερχόντουσαν τα εμπορεύματα για να μην αποκαλυφθεί ο πραγματικός επιτηδευματίας. Ανεξαρτήτως του ότι κάτι τέτοιο (δηλαδή να θυμάται ο οποιοσδήποτε τα φορτηγά που μετέφεραν επί τρία χρόνια τα εμπορεύματα στην επιχείρησή μου) είναι αδύνατο, εντούτοις θα πρέπει να επαναλάβω ότι τα προϊόντα που είχα παραγγείλει στον Α. Β ήταν παραδοτέα στον χώρο μου εκφορτωμένα, αφού δεν διέθετα τα σχετικά μηχανήματα και τους υπαλλήλους – εργάτες για να πραγματοποιήσουν μία τέτοια εκφόρτωση. Αλλά αφού κατά το Σ.Δ.Ο.Ε. ο υποκρυπτόμενος επιτηδευματίας θα έπρεπε οπωσδήποτε να διαθέτει φορτηγά και υπαλλήλους και αφού επίσης κατά το Σ.Δ.Ο.Ε. ο υποκρυπτόμενος επιτηδευματίας είναι ο Λ. Μ (ενόψει του ότι κατά το … 1997 διέθετε παρόμοια επιχείρηση), τότε γιατί το Σ.Δ.Ο.Ε. δεν ήλεγξε την πιθανότητα να διαθέτει ο Λ. Μ στόλο φορτηγών αυτοκινήτων και πληθώρα εργατών, στοιχεία που μπορούν να ελεγχθούν άμεσα. Προφανώς δεν ήλεγξε γιατί πιθανότατα γνωρίζει ότι ούτε ο Λ. Μ διαθέτει όλα όσα απαιτούνται για να θεωρηθεί υποκρυπτόμενο πρόσωπο και η Έκθεση τον εμπλέκει, ώστε να είναι δυνατή η επιβολή των υπέρογκων προστίμων, αφού εάν δεν ανέφερε, έστω και ως υποψία ή πιθανότητα, την ύπαρξη συγκεκριμένου υποκρυπτόμενου προσώπου, τότε θα ήταν τελείως αόριστη.

IX. Καταλήγοντας η Έκθεση στις διαπιστώσεις της, ισχυρίζεται ότι από όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, αποδεικνύεται ότι πραγματοποίησα μεν τις αγορές αλλά όχι από τον Α. Β, «αλλά από τον Λ. Μ ή από άλλο υποκρυπτόμενο πρόσωπο» και αναφέρει ότι παραβίασα τις σχετικές διατάξεις για την αποδοχή των εικονικών τιμολογίων. Αλλ’ όμως η Έκθεση, όπως αναλύθηκε ανωτέρω, αυθαιρέτως καταλήγει σε τέτοια διαπίστωση και αυθαιρέτως καταλογίζει σε βάρος μου είτε την ύπαρξη είτε την γνώση της εικονικότητας της συναλλαγής, αφού από όλα όσα προπαρατέθηκαν αποδεικνύεται περιτράνως, ότι εγώ με τον Α. Β είχα συναλλαγές και ουδέποτε με οποιοδήποτε υποκρυπτόμενο πρόσωπο, το οποίο, σε περίπτωση που υπήρχε, το αγνοούσα πλήρως.

X. Αλλά, πέραν όλων τούτων, η αρμόδια Δ.Ο.Υ. ------, αποδεχόμενη δηλώσεις φ.π.α., φορολογικές δηλώσεις και όλα τα άλλα σχετικά έγγραφα που κατέθετε ο Α. Β νομιμοποιούσε τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του, επιδεικτικά αγνοούσε την ύπαρξη πιθανότατα υποκρυπτόμενου εκδότη των στοιχείων και αν κάποια στιγμή γινόταν η έρευνα από πλευράς λογιστηρίου μου στην Δ.Ο.Υ. ----- (την μόνη αρμόδια να με πληροφορήσει) σχετικά με την νομιμότητα της επιχείρησης του Α. Β, η αρμόδια αυτή υπηρεσία δεν είχε κανένα λόγο να αντιτείνει στην νομιμότητα της επιχειρηματικής του δραστηριότητας. Συνεπώς ούτε με την μέγιστη επιμέλεια δεν θα ήταν δυνατόν να ανακαλύψω την εικονικότητα των εκδοθέντων στοιχείων από πλευράς Α. Β, αφού οι ενέργειες των υπαλλήλων της Δ.Ο.Υ. ----- τον νομιμοποιούσαν πλήρως ως υπαρκτό εμπορικά πρόσωπο. Από κανένα προσβάσιμο στοιχείο της μόνης αρμόδιας Δ.Ο..Υ. ---- δεν μπορούσε να προκύψει ότι άλλος ήταν ο εκδότης των φορολογικών στοιχείων. Συνεπώς εγώ καλοπίστως συναλλάχθηκα με τον Α. Β, αυτόν γνώριζα ως επιχειρηματία και από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει το αντίθετο.

Από όλα τα παραπάνω σαφέστατα προκύπτει ότι ακόμη και εάν ο Α. Β, με τον οποίο συναλλάχθηκα, δεν ήταν ο επιχειρηματίας, αλλά άλλο υποκρυπτόμενο πρόσωπο, τούτο έγινε εν πλήρη αγνοία μου, εγώ δε δεν είχα καμία γνώση του ότι προμηθευόμουν αντικείμενα από κάποιον άλλον και όχι από τον Α. Β, με τον οποίο είχα τις συναλλαγές. Από κανένα στοιχείο της Έκθεσης δεν προκύπτει το αντίθετο, δηλαδή η πλήρης γνώση μου του γεγονότος του υποκρυπτόμενου επιχειρηματία, όπως ακριβώς αναπτύχθηκε ανωτέρω. Συνεπώς καλοπίστως ενήργησα τις συναλλαγές μου, καλοπίστως κατέβαλα τα ποσά των τιμολογίων στον εκδότη τους Τζιαμπάζη και καλοπίστως χρησιμοποίησα όλα τα ανταλλακτικά που μου μεταβίβασε. Από κανένα πλήρες αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει ότι εγώ γνώριζα ότι υπήρχε υποκρυπτόμενος επιχειρηματίας (εάν, βεβαίως, υπήρχε), ενώ η Έκθεση μόνο εικασίες προσφέρει και κανένα αποδεικτικό στοιχείο, που να είναι δυνατό να αντέξει σε υπαγωγή του σε νομικές βάσεις. Αλλά με τις εικασίες της Έκθεσης δεν είναι δυνατό να επιβάλλονται τα υπέρογκα και καταστροφικά πρόστιμα, αφού πλήρη απόδειξη του υποκρυπτόμενου προσώπου δεν προσφέρει ούτε η Έκθεση. Το λογικότερο είναι ότι ο Α. Β ήταν ο πραγματικός προμηθευτής και όλες οι ενέργειές του κατέτειναν στο να αποκερδίσει αφενός το κέρδος των πωλήσεων και αφετέρου την αποφυγή καταβολής του αναλογούντος φ.π.α. παρουσιάζοντας ισάξιες περίπου αγορές.

Συνεπώς, όλως κακώς και παρά τον νόμο, εκδόθηκε η σε βάρος μου απόφαση την οποία προσβάλλω με την παρούσα και όλως κακώς μου επεβλήθη το προσβαλλόμενο πρόστιμο.

Από όλα τα παραπάνω σαφέστατα προκύπτει ότι παρανόμως μου επιβλήθηκε το πρόστιμο του τριπλασίου του Φ.Π.Α. που αναφερόταν στα «φερόμενα» ως εικονικά τιμολόγια, όπως αυτό εμφανίζεται στην προσσβαλλόμενη πράξη και συνεπώς πρέπει να ακυρωθεί αύτη, αφού ακόμη και σήμερα αφενός είμαι πεπεισμένος ότι συναλλάχθηκα με τον Α. Β, αφετέρου ακόμη και σήμερα τυγχάνω καλής πίστης αφού εκ τρίτου η διοίκηση δεν ανακάλυψε ακόμη το υποκρυπτόμενο πρόσωπο και μόνο εικασίες προσφέρει.

3.- ΩΣ ΠΡΟΣ ΕΜΕΝΑ

Είμαι ----- επιχείρηση στον ------ επί 20ετία και πλέον. Είμαι συνεπέστατη στις υποχρεώσεις μου τόσο ως προς το Δημόσιο όσο και ως προς τους ιδιώτες με τους οποίους συναλλάσσομαι. Ορισμένα στοιχεία της επιχείρησής μου είναι τα εξής:

3.1.- Ουδέποτε απασχόλησα φορολογικά, αστικά ή ποινικά τις Αρχές, εργαζόμενη νομίμως και συνεπέστατη ως προς τις παντός είδους υποχρεώσεις μου.

3.2.- Καταβάλω ετησίως φ.π.α. ύψους περίπου ----- €.

3.3.- Καταβάλω ετησίως ασφαλιστικές εισφορές στο Ι.Κ.Α. ύψους περίπου ----- €.

3.4.- Έχω μηδενικό τραπεζικό δανεισμό.

3.5.- Απασχολώ μόνιμο προσωπικό περίπου τριάντα (30) ατόμων.

Από αυτά και μόνο τα στοιχεία προκύπτει ότι είμαι μία επιχείρηση υγιέστατη και ουδέποτε εν γνώσει μου θα διακινδύνευα όλα όσα έχω κτίσει επί μία εικοσαετία και να συναλλαχθώ με τον τρόπο που υποδεικνύει η Έκθεση, ώστε να υποστώ τις βαρύτατες κυρώσεις της προσβαλλόμενης πράξης.

ΕΠΕΙΔΗ η παρούσα είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθινή.

ΕΠΕΙΔΗ επιφυλάσσομαι να προσθέσω και άλλους λόγους νόμιμα και εμπρόθεσμα.

ΕΠΕΙΔΗ με την παρούσα ζητώ την διοικητική επίλυση της διαφοράς.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΖΗΤΩ: Να γίνει δεκτή η προσφυγή μου. Να επιλυθεί διοικητικώς η διαφορά. Να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση επιβολής προστίμου. Αλλιώς, για τους λόγους που αναφέρονται στο ιστορικό της παρούσας, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη με αριθμό --/00.00.0000 Απόφαση Επιβολής Προστίμου Φ.Π.Α. (τριπλάσιο ΦΠΑ περιόδου 01/98 – 12/98) του Προϊσταμένου Π.Ε.Κ. -----. Να καταδικασθεί ο αντίδικός μου στην δικαστική μου δαπάνη.

----- 00.00.0000

Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος

Δεν υπάρχουν σχόλια: