Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2008

ΑΔΙΚΟΠΑΡΑΞΙΑ-ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΑΠΟ ΤΡΑΠΕΖΑ ΟΛΟΥ ΤΟΥ ΠΟΣΟΥ ΑΠΟ ΚΟΙΝΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΟΦΕΙΛΗΣ ΕΝΟΣ ΜΟΝΟ ΤΩΝ ΚΑΤΑΘΕΤΩΝ

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ ………..

Α Γ Ω Γ Η

1.- Γ. Κ. του Ε., συζύγου Ι. Π. του Χ., κατοίκου ………….., …….. 15.

2.- Ε. Π. του Ι. και της Γ., κατοίκου ……………, ……….. 15 και

3) Σ. Π. του Ι. και της Γ., ανήλικης, κατοίκου ………….., ……….. 15, που ασκεί την παρούσα αγωγή διά των ασκούντων την γονική μέριμνα γονέων της α) Ι. Π. του Χ. και β) Γ. Κ. του Ε., συζύγου Ι. Π. του Χ., κατοίκων ……………., …….. 15.

Κ Α Τ Α

Της στην Αθήνα (……………..) εδρεύουσας τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……………….. Α.Ε.», όπως νόμιμα εκπροσωπείται.

__________________________________

Α.- ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ

Κατά το παρελθόν, εδώ στη ………………. συστάθηκε συμβατικά μεταξύ αφενός της εναγόμενης τράπεζας, που εκπροσωπείτο από τον Διευθυντή του εδώ στη …………….. υποκαταστήματός της που αποκαλείται «………………. Α.Ε. - ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ …………. ……………» και αφετέρου του μη διαδίκου (αλλ’ εκπροσωπούντος εδώ την θυγατέρα του τρίτη ενάγουσα στην παρούσα) Ι. Π. του Χ., της πρώτης ενάγουσας, της δεύτερης ενάγουσας και της τρίτης ενάγουσας (εκπροσωπούμενης εδώ, ως ανηλίκου από τους γονείς της, δηλαδή από τον μη διάδικο πατέρα της Ι. Π. του Χ. και από την πρώτη ενάγουσα και διάδικο μητέρα της Γ. Κ.), χρηματική κατάθεση από αυτούς σε εκείνη σε ανοικτό λογαριασμό επ` ονόματι αυτών από κοινού και υπό το συμφωνούμενο όρο, ότι εκ της καταθέσεως λογαριασμού μπορεί να κάνει χρήση, εν όλω ή εν μέρει, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας είτε μερικοί, και όλοι ξεχωριστά οι καταθέτες.

Η κατάθεση και η συμφωνία αυτή αποτυπώθηκε στις 02.01.2002 (λόγω της αλλαγής του νομίσματος από δραχμές σε ευρώ) σε «Βιβλιάριο Καταθέσεων Ταμιευτηρίου» με αριθμό λογαριασμού 0000000000 και υπόλοιπο 2.626,90 €, στο οποίο υπόλοιπο προστέθηκε στις 28.06.2002 ο συνομολογηθείς τόκος από 13,20 € και το υπόλοιπο ανήλθε στις 2.640,10 €, ενώ την ίδια ημέρα αφαιρέθηκε ποσό 1,98 € (που αφορούσε τον αναλογούντα φόρο των τόκων) και έτσι στις 28.06.2002 ο παραπάνω λογαριασμός ανήρχετο στο ποσό των 2.638,12 €.

Στις 10.10.2002 σε επίσκεψη ημών των εναγουσών (της τρίτης όπως εκπροσωπείται) στο «ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ………….. ……………..» της εναγομένης προς ανάληψη του ποσού των χρημάτων, που εμπεριείχε ο ανωτέρω λογαριασμός μας, με έκπληξη, πόνο και αγανάκτηση, αλλά και κατά προσβολή της προσωπικότητάς μας ενώπιον των υπαλλήλων της εναγομένης, μάθαμε ότι είχε συμψηφισθεί διά κατασχέσεως από την εναγομένη ολόκληρο το κατάλοιπο του ως άνω λογαριασμού (το ποσό των 2.638,12 €) με ληξιπρόθεσμη οφειλή και σύγχρονη απαίτησή της εναντίον του μη διαδίκου (αλλ’ εκπροσωπούντος εδώ την θυγατέρα του τρίτη ενάγουσα στην παρούσα) συζύγου της πρώτης ενάγουσας και πατρός των λοιπών, που προερχόταν από κατάρτιση εγγράφως μεταξύ της εναγομένης και της εταιρίας «Σ. Α.Β.Ε.Ε.» σύμβασης χορηγήσεως από την εναγομένη σ` αυτή πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό (αριθμός αλληλόχρεου λογαριασμού ΑΛ ……………../11.12.2001), καθώς και σύμβαση μεταξύ της εναγομένης και του μη διαδίκου (αλλ’ εκπροσωπούντος εδώ την θυγατέρα του τρίτη ενάγουσα στην παρούσα) Ι. Π. περί της από αυτόν εγγυήσεως της προσήκουσας εκτελέσεως της προηγούμενης συμβάσεως εκ μέρους της πιστούχου, μάλιστα δε και με οικεία παραίτηση από την ένσταση διζήσεως, ο οποίος αλληλόχρεος λογαριασμός της πιστώσεως λειτούργησε και στη συνέχεια έκλεισε οριστικά αυτός ο λογαριασμός της πιστώσεως στις 30.09.2002, με κατάλοιπο υπέρ της εναγομένης εξ 880.000 €. Έτσι, στις 30.09.2002 και ενώ ο λογαριασμός της καταθέσεως ταμιευτηρίου εμφάνιζε κατάλοιπο 2.638,12 €, η εναγομένη χωρίς καμία δήλωσή της προς εμάς τις ενάγουσες και χωρίς να έχει νόμιμο δικαίωμα έκλεισε οριστικά αυτόν το λογαριασμό και συμψήφισε ολικά το ως άνω κατάλοιπο τούτου προς εκείνο το κατάλοιπο της πιστώσεως που όφειλε η «Σ. Α.Β.Ε.Ε.» και, ως εγγυητής, ο μη διάδικος (αλλ’ εκπροσωπών εδώ την θυγατέρα του τρίτη ενάγουσα στην παρούσα) σύζυγος της πρώτης και πατέρας των λοιπών εναγουσών Ι. Π., όσο εκείνο καλυπτόνταν από τούτο, χωρίς, βεβαίως να λάβει υπόψη της ότι ο λογαριασμός αυτός κατά το ¼ του ανήκε και σε κάθε μία από εμάς τις ενάγουσες και μόνο κατά το ¼ στον μη παράγοντα της δίκης Ι. Π.

Β.- ΝΟΜΙΚΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ

Από τα άρθρα 361, 440, 441 και 451 ΑΚ συνάγεται ότι ο μονομερής συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν οι εν λόγω απαιτήσεις είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες.

Από τα άρθρα 1 παρ. 1 και 4 Ν 5638/1932, 489 και 830 παρ. 1 ΑΚ και 951 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ συνάγονται τα εξής: Μπορεί να συσταθεί συμβατικά μεταξύ αφενός τράπεζας και αφετέρου δύο ή περισσότερων άλλων χρηματική κατάθεση από αυτούς σε εκείνη σε ανοικτό λογαριασμό επ` ονόματι αυτών από κοινού και υπό το συμφωνούμενο όρο, ότι του εκ της καταθέσεως λογαριασμού μπορεί να κάνει χρήση, εν όλω ή εν μέρει, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας, είτε μερικοί και όλοι ξεχωριστά οι καταθέτες, πράγμα ωστόσο που συνεπάγεται ότι, εξαιτίας παρεμβολής μεταξύ των συμβαλλομένων ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής, αν γίνει τέτοια χρήση του λογαριασμού, η τράπεζα έχει υποχρέωση να καταβάλει την αντίστοιχη παροχή μόνο μια φορά. Πριν δε από την ανάληψη του καταλοίπου του ως άνω λογαριασμού εκείνος (δηλαδή η τράπεζα στην υπό κρίση υπόθεση) που έχει χρηματική απαίτηση, μάλιστα δε τυχόν τέτοια ίση ή μεγαλύτερη αυτού του καταλοίπου, κατά κάποιου των καταθετών δικαιούται, προς ικανοποίηση της απαιτήσεώς του, να επιβάλει κατάσχεση επί του καταλοίπου τούτου, τεκμαιρόμενου όμως αμαχήτως έναντι εκείνου (δηλαδή της τράπεζας) ότι ανήκει σε όλους τους καταθέτες κατ` ίσα μέρη, και, άρα, δικαιούται εκείνος (δηλαδή η τράπεζα) να επιβάλει την κατάσχεση στο αντίστοιχο μέρος του καταλοίπου που τεκμαίρεται ότι ανήκει στον οφειλέτη καταθέτη, ενώ, βέβαια, το ίδιο κατάλοιπο, κατά τα λοιπά μέρη του, διαφεύγει την κατάσχεση, συμβαίνει δε τούτο όχι διότι το εν λόγω κατάλοιπο κατά τα λοιπά μέρη του έχει καταστεί, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, ακατάσχετο, αλλά διότι τούτο, σύμφωνα με την ίδια διάταξη, τεκμαίρεται ότι δεν ανήκει στην περιουσία του οφειλέτη καταθέτη.

Γ.- ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ

Υπό το πρίσμα των παραπάνω διατάξεων, η εναγομένη από πρόθεση και χωρίς να έχει δικαίωμα (αμάχητο τεκμήριο σε βάρος της) και με γνώση της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, όπως, άλλωστε, και με γνώση του ότι η παράνομη συμπεριφορά της ζημίωνε εμάς, προσβάλλοντας συγχρόνως και την προσωπικότητά μας, κατάσχεσε δια συμψηφισμού ολόκληρο το ποσό της ανωτέρω καταθέσεως (και όχι μόνο, κατά τα άνω, το ¼), ποσό από το οποίο τα ¾ δεν ανήκαν στον μη διάδικο (αλλ’ εκπροσωπούντος εδώ την θυγατέρα του τρίτη ενάγουσα στην παρούσα) Ι. Π., αλλά αποκλειστικά και κατά ίσα μέρη σε μας τις ενάγουσες, δηλαδή σε κάθε μία από εμάς αναλογούσε ποσό 659,53 € (2.638,12 : 4).

Δ.- ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΜΑΣ

Από τις διατάξεις των άρθρων 57 εδ. α’, 59 εδ. α και 932 του ΑΚ, συνάγεται ότι όποιος παράνομα προσβάλλεται στην προσωπικότητά του, νοούμενη ως το προστατευόμενο από το Σύνταγμα (άρθρο 2 παρ. 1) πλέγμα των αξιών που απαρτίζουν την ηθική υπόσταση του ανθρώπου, και ειδικότερα προσβάλλεται στην, προστατευόμενη από το Σύνταγμα (άρθρα 5 παρ. 2 και 9 παρ. 1), Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ, Ν.Δ. 53/1974, άρθρο 8) και από το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ, Ν. 2462/1997, άρθρα 17 και 22), τιμή του ή η υπόληψή του με παράνομες πράξεις, έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Σε περίπτωση που η προαναφερόμενη προσβολή υπήρξε και υπαίτια, το Δικαστήριο μπορεί επιπλέον, αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, να καταδικάσει τον προσβολέα να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Έτσι, ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβαλλόντος μόνο ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημίωσης απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητος. Ειδικότερα, η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης προϋποθέτει υπαιτιότητα του προσβαλλόντος, κατά την άποψη που κτρατεί στη νομολογία.

Κατ’ άρθρο 57 παρ. 1 και 2 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επίσης δε έχει αξίωση κατά του προσβάλλοντος αυτήν για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών. Από τις διατάξεις αυτές, αλλά και από άλλες τόσο του Α.Κ. όσο και ειδικών νόμων, που πρέπει πλέον να αντιμετωπίζονται ως ειδικεύσεις του άρθρου 2 παράγραφος 1 του Συντάγματος, με το οποίο καθιερώνεται ο θεμελιώδης κανόνας του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, προκύπτει ότι το δίκαιο ανάγει τον άνθρωπο καθ’ εαυτόν σε αυτοτελές αντικείμενο προστασίας και επιβάλει το σεβασμό της προσωπικότητάς του από τρίτους. Η προσωπικότητα εξωτερικώς παρίσταται από διάφορες εκφάνσεις, με τη γενική δε ρήτρα περί παρανόμου προσβολής επιτυγχάνεται ο εντοπισμός αλλά και η διεύρυνση της προσωπικότητας εκείνων που κατά την επιστήμη και τις κοινωνικές συναλλακτικές αντιλήψεις θεωρούνται προστατεύσιμες. Μέσα της καθιερούμενης σφαιρικής προστασίας της προσωπικότητας είναι η άρση της προσβολής, η παράλειψη αυτής στο μέλλον και η ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Το δικαίωμα επί της προσωπικότητας αποτελεί κατηγορία δικαιώματος με ιδιαίτερη φυσιογνωμία, που το αποχωρίζει από τα γνωστά είδη δικαιωμάτων. Είναι δικαίωμα μη περιουσιακό, ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη, είναι αυτοτελές για κάθε πρόσωπο, απαράγραπτο, απολύτως προσωπικό και απόλυτο, με την έννοια ότι ο δικαιούχος απευθύνεται κατά οιουδήποτε τρίτου που τον διαταράσσει και απαιτεί την παράλειψη της διατάραξης. Προσβολή της προσωπικότητας ενέχει κάθε πράξη τρίτου προσώπου με την οποία διαταράσσεται η κατά τη στιγμή της προσβολής υπάρχουσα κατάσταση ως προς τις διάφορες εκφάνσεις της προσωπικότητας, σε κάθε δε έκφανση αντιστοιχεί και ιδιαίτερος τρόπος προσβολής, που μπορεί να συντελεστεί και με παράλειψη.

Μεταξύ των προστατευομένων αγαθών που περιλαμβάνονται στην προσωπικότητα ενός ατόμου είναι και η τιμή αυτού, ως ηθικό και κοινωνικό αγαθό, δηλαδή η αξία που αποδίδεται σε κάθε άνθρωπο από την κοινωνία.

Για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης λαμβάνονται, μεταξύ άλλων, υπόψη το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσματος, η περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, οι προσωπικές σχέσεις των μερών, η συμπεριφορά του υπευθύνου μετά την αδικοπραξία κλπ.

Ε.- ΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΜΟΥ

Από την διάταξη του άρθρου 4 του Νόμου 5638 της 31 Αυγ./7 Σεπτ. 1932 «περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν» προβλέπεται ότι «Κατάσχεσις της καταθέσεως επιτρέπεται, έναντι όμως των κατασχόντων αύτη τεκμαίρεται αμαχήτως, ότι ανήκει εις πάντας τους δικαιούχους κατ' ίσα μέρη».

Η εναγομένη είναι τεράστιος τραπεζικός φορέας, με πλήρες νομικό τμήμα και άριστη γνώση του αντικειμένου της τόσο από τα διευθυντικά στελέχη της όσο και από τους υπαλλήλους της, αλλά και κυρίως από την νομική της υπηρεσία, ειδικότερα δε γνωρίζει όλες τις λεπτομέρειες σε σχέση με τις «καταθέσεις σε κοινό λογαριασμό», γεγονός που καταδεικνύει τόσο την επιθυμία τους όσο και την πρόθεσή τους να προσβάλλουν την προσωπικότητά μας με πράξη τους που ήταν παράνομη και αποδοκιμαστέα κατά το δίκαιο, η δε πράξη τους αυτή δεν αποτελούσε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά αναγκαίο μέσο για τη διαφύλαξη του δικαιώματος ή την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος και ο σκοπός της εναγομένης κατευθυνόταν ευθέως στην προσβολή της τιμής μας.

Στην υπό κρίση υπόθεση σαφέστατα καταφαίνεται τόσο η γνώση της όσο και η πρόθεση της εναγομένης να προβεί στην προσβολή της προσωπικότητάς μας διά της παράνομης κατασχέσεως – συμψηφισμού για οφειλές τρίτων ποσών τα οποία ανήκαν σε μας και τα οποία ποσά εκ του νόμου αμαχήτως τεκμαίρεται ότι ανήκουν σε μας, νόμο που όχι μόνο γνωρίζει η εναγομένη αλλά τον χρησιμοποιεί στις καθημερινές της συναλλαγές, καθώς και με την άρνησή των προστηθέντων υπ’ αυτήν υπαλλήλων να μας παραδώσουν τα ανήκοντα ποσά σε μας και μάλιστα με την εξαιρετικά προσβλητική για την προσωπικότητά μας αναφορά ότι αυτά συμψηφίστηκαν διά κατασχέσεως για οφειλές τρίτου και όχι ημών των εναγουσών, όπως π.χ. και της αχαρακτήριστης συμπεριφοράς στελέχους της Διοίκησης της εναγομένης στη ………… (κα Φ.), η οποία κατά την συζήτηση συμβιβαστικής πρότασης του, που επανέφερε ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος μας στις 03.07.2006, ανέφερε ότι δεν πρόκειται να μας καταβάλει ούτε ένα λεπτό του ευρώ, αφού ο … Π. οφείλει στην τράπεζα που εκπροσωπεί τεράστια ποσά.

ΣΤ.- ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

1.- ΑΙΤΗΜΑ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΥΠΟΛΟΙΠΟΥ ΤΩΝ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ ΜΑΣ

ΕΠΕΙΔΗ η εναγομένη παρανόμως κατέσχεσε - συμψήφισε από την κάθε μία από εμάς (η τρίτη όπως στην παρούσα εκπροσωπείται) το ποσό των 659,53 € (2.638,12 : 4) και πρέπει με απόφασή σας που πρέπει να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή να καταβάλει σε κάθε μία από εμάς το ποσό των 659,53 €, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 11.10.2002, επομένη της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήσαμε να μας εξοφλήσει το ανωτέρω ποσό, και η εναγομένη αρνήθηκε, άλλως και όλως επικουρικώς, με τον νόμιμο τραπεζικό τόκο από την τελευταία τοκοφορία του ποσού και μέχρι την επίδοση της παρούσας, από δε την επίδοση και μέχρι την πλήρη εξόφληση με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας.

2.- ΑΙΤΗΜΑ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΜΑΣ

ΕΠΕΙΔΗ η παραπάνω συμπεριφορά της εναγομένης προσέβαλε κατάφωρα την προσωπικότητά μας, την τιμή, την υπόληψή μας, τραυματίζοντας την ψυχική μας υγεία, δοθέντος ότι η εναγομένη παρανόμησε με τις πράξεις της που διαλαμβάνονται ανωτέρω και μάλιστα τούτο έγινε γνωστό και εκφέρθηκε μέσω υπαλλήλων της που εργάζονται στο «ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ………… ………………» της εναγομένης, το οποίο είναι πλησίον της κατοικίας μας (το Κατάστημα βρίσκεται στη ………… και επί των οδών ………….. και ……………. 7 και η κατοικία μας στην ίδια οδό ……. 15) και όλοι οι υπάλληλοι μας γνώριζαν, αφού τόσο ο μη διάδικος σύζυγος της πρώτης και πατέρας των λοιπών Ι. Π. ήταν σημαντικός πελάτης της εναγομένης, εμείς δε συχνά είχαμε δοσοληψίες με την εναγομένη, έθεσε δε η εναγομένη με τον τρόπο αυτόν σε κίνδυνο την πνευματική και σωματική μας γαλήνη, αφού μας προκάλεσε σωματική και ψυχική ταλαιπωρία και συνεπώς μετά από αυτά νόμιμος συντρέχει λόγος, όπως η εναγομένη υποχρεωθεί, με απόφασή σας που πρέπει να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, να υποχρεωθεί να καταβάλει στην κάθε μία από εμάς το ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 €) σαν δίκαιη και εύλογη αποζημίωσή μας για την ηθική βλάβη που έχουμε υποστεί από την παράνομη, υπαίτια συμπεριφορά της, εν όψει του είδους της προσβολής, του μεγέθους αυτής, του τρόπου και της διάρκειάς της, λαμβανομένης υπόψη της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων και το ποσό αυτό νομιμοτόκως από την επίδοση της παρούσας και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Η ζητούμενη χρηματική ικανοποίηση για την προσγενόμενη σε μας ηθική βλάβη θα πρέπει να είναι ανάλογη με την ζημία μου και συγκεκριμένως:

1) Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το είδος της προσβολής και συγκεκριμένως ότι η τράπεζα είναι ταγμένη να διαφυλάττει τις καταθέσεις μας ανεξαρτήτως ύψους και όχι να τις παρακρατά και μάλιστα με γνώση της παράνομης ενέργειάς της.

2) Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η έκταση της βλάβης, η οποία στην υπό κρίση περίπτωση ήταν τεράστια, αφού μετά την ολοκληρωτική καταστροφή από υπαιτιότητα των τραπεζών, αντιμετωπίζαμε, πλέον, ως οικογένεια προβλήματα επιβίωσης και το ποσό που μας υπεξήρεσε η εναγόμενη ήταν αμέσως απαραίτητο για την διαβίωσή μου.

3) Θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, οι οποίες στην προκειμένη περίπτωση καταδεικνύουν την βαρύτητα των ενεργειών της εναγομένης, η οποία μας στέρησε, χωρίς δικαίωμα, την πρόσβασή μας στα ελάχιστα χρήματα που διαθέταμε και μάλιστα χωρίς να μας ενημερώσει, χωρίς καν να μας κοινοποιήσει κάποιο έγγραφο που να καθορίζει τους λόγους αυτής της στέρησης.

4) Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η βαρύτητα του πταίσματος της εναγομένης και αυτή είναι μεγίστη με την έννοια ότι η εναγομένη γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον τον νόμο για τις καταθέσεις σε κοινό λογαριασμό, είναι υποχρεωμένη να κινείται μέσα σε νόμιμα πλαίσια και παρά ταύτα, γνωρίζοντας ότι παρανομεί επέβαλε την κατάσχεση – συμψηφισμό, χρησιμοποιώντας το μέγεθος και την αδυναμία μας να αντιδράσουμε λόγω της διαφοράς του μεγέθους μεταξύ μας.

5) Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών, η οποία στην υπό κρίση υπόθεση είναι φανερή και συγκεκριμένως λόγω της διαφοράς μας αυτής η τράπεζα ενήργησε υπό καθεστώς δυνάστη και δυναστευόμενου, γεγονός απαράδεκτο και βαρύτατα τιμωρητέο υπό το πρίσμα του δικαιικού μας πλέγματος.

6) Θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι προσωπικές σχέσεις των μερών, οι οποίες ναι μεν ελλείπουν στην υπό κρίση υπόθεση, αλλά αντικαθίστανται από τις σχέσεις έντιμης «συνεργασίας» μεταξύ τράπεζας και πελάτη.

7) Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η συμπεριφορά της τράπεζας μετά την υπεξαίρεση των χρημάτων μας και συγκεκριμένως όχι μόνο η άρνησή της να συζητήσει για το παράνομο της πράξης της, αλλά και ο χλευασμός των διοικητικών υπευθύνων της σε οποιαδήποτε προσπάθειά μας συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς μας (π.χ. συμπεριφορά του στελέχους της διοίκησης κας Φ.).

Υπ’ αυτές τις έννοιες η ζητούμενη αποζημίωση για ικανοποίηση της ηθικής μας βλάβης παρίσταται ως η ελάχιστη δυνατή που πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης.

ΕΠΕΙΔΗ η αγωγή μας είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθινή και νόμιμα εισάγεται στο Δικαστήριό σας που είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (λόγω της υπογραφής της σύμβασης εδώ στη ………….).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΖΗΤΟΥΜΕ:

Να γίνει δεκτή η αγωγή μας σε όλο της το αιτητικό.

Να υποχρεωθεί η εναγομένη και για τις στο ιστορικό της παρούσας αιτίες να μας καταβάλει τα εξής ποσά στην κάθε μία από εμάς και συγκεκριμένως:

1) Στην πρώτη ενάγουσα Γ. Κ.:

α) ποσό των 659,53 €, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 11.10.2002, επομένη της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήσαμε να μας εξοφλήσει το ανωτέρω ποσό και η εναγομένη αρνήθηκε, άλλως και όλως επικουρικώς με τον νόμιμο τραπεζικό τόκο από την τελευταία τοκοφορία του ποσού και μέχρι την επίδοση της παρούσας, από δε την επίδοση και μέχρι την πλήρη εξόφληση με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας,

β) ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 €) σαν δίκαιη και εύλογη αποζημίωσή μου νομιμοτόκως από την επίδοση της παρούσας και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

2) Στην δεύτερη ενάγουσα Ε. Π.:

α) ποσό των 659,53 €, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 11.10.2002, επομένη της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήσαμε να μας εξοφλήσει το ανωτέρω ποσό και η εναγομένη αρνήθηκε, άλλως και όλως επικουρικώς με τον νόμιμο τραπεζικό τόκο από την τελευταία τοκοφορία του ποσού και μέχρι την επίδοση της παρούσας, από δε την επίδοση και μέχρι την πλήρη εξόφληση με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας,

β) ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 €) σαν δίκαιη και εύλογη αποζημίωσή μου νομιμοτόκως από την επίδοση της παρούσας και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

2) Στην τρίτη ενάγουσα Σ. Π.:

α) ποσό των 659,53 €, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 11.10.2002, επομένη της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήσαμε να μας εξοφλήσει το ανωτέρω ποσό και η εναγομένη αρνήθηκε, άλλως και όλως επικουρικώς με τον νόμιμο τραπεζικό τόκο από την τελευταία τοκοφορία του ποσού και μέχρι την επίδοση της παρούσας, από δε την επίδοση και μέχρι την πλήρη εξόφληση με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας,

β) ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 €) σαν δίκαιη και εύλογη αποζημίωσή μου νομιμοτόκως από την επίδοση της παρούσας και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή η εκδοθησομένη απόφαση.

Να καταδικασθεί η αντίδικός μας στη δικαστική μας δαπάνη και την αμοιβή του Πληρεξούσιου Δικηγόρου μας.

……………….. 00.00.0000

Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος

Δεν υπάρχουν σχόλια: